- αντικοττώ
- (-άω και -έω) (Μ ἀντικοττῶ)εναντιώνομαι, ανθίσταμαινεοελλ.1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω2. ακτινοβολώ3. αντηχώ4. ερεθίζω5. κατηγορώμσν.συναγωνίζομαι μ' επιτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.